- διατέμνων
- διατέμνωcut throughpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεοδαίτης — κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῡσιν», Πολυδ.) 2. φρ. «κρεοδαῑτις ἀρχή» το επάγγελμα τού κρεοδαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek